Δευτέρα, 30 Σεπτεμβρίου 2013 21:09

Ερμηνευτικό λεξικό ιστιοπλοϊκών όρων και εννοιών

 

Άβακας = καθρέπτης, παπαδιά (βλ. καθρέπτης)

Αβαράρω = απωθώ, σπρώχνω

Αγαντάρω = σταματώ και κρατώ κάτι σταθερά χωρίς να λασκάρω ή να φερμάρω

Αγκυρόσχοινο = σχοινί ή καδένα που συνδέει την άγκυρα με το πλοίο, σχοινί που χρησιμεύει για αγκυροβολία ή πρόσδεση του σκάφους

Αετός = η πρυμιά όρθια πλευρά ενός τριγωνικού πανιού (τα συμμετρικά μπαλόνια έχουν δύο αετούς)

Ακάτιο πανί = πλωριό πανί, τριγωνικό πανί όπως ο φλόκος στον πλωριό ιστό

Άκρα = ακρωτήρι

Ακρόπλωρο ή έμβολο = ιστός που προεξέχει προς την πλώρη, με μικρή κλίση προς τα πάνω. Εκεί δένονται συνήθως τα πλωριά πανιά.

Ακρόπρωρο = ξυλόγλυπτη διακοσμητική παράσταση που τοποθετείται στην πλώρη του σκάφους σαν έμβλημα

Ακρώνηο = το άνω άκρο του κορακιού

Ακτοπλοΐα = η ναυσιπλοΐα κατά την οποία η θέση του σκάφους καθορίζεται με την βοήθεια ορατών και σταθερών σημείων της ξηράς

Αλεώριο = ενδεικτικό σημείο

Αληθινός άνεμος = βλέπε πραγματικός άνεμος

Άλμπουρο (ή άρμπουρο) = ιστός πλοίου (ιταλική ρίζα), κατάρτι. Τα πρώτα κατάρτια ήταν από ξύλο (συνήθως πευκόξυλο όπως το Όρεγκον). Τα ναυταθλητικά ήταν από κενό ξύλο Σίτκα. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 άρχισαν να κερδίζουν έδαφος τα άλμπουρα από αλουμίνιο. Σήμερα στα ακριβά ναυταθλητικά σκάφη χρησιμοποιούνται άλμπουρα από ανθρακονήματα

Αλυσέλικτρο = τύμπανο αλυσίδας (καδένας) άγκυρας, σκρόφα

Αμόλα = μόλα, λύσε, άφησε ελεύθερο

Άμπωτη = φυρονεριά, η πτώση της στάθμης της θάλασσας κατά την παλίρροια (το αντίθετο της πλημμυρίδας) (από την πλήμμη προς την ρηχία)

Ανακωχή = αντιμονή, α λά κάπα, επιβράδυνση, σταμάτημα πορείας σκάφους (στα μηχανοκίνητα με κράτηση μηχανής ή και ανάποδα για δε τα ιστιοφόρα επιβράδυνση έως σταμάτημα του σκάφους με κατάλληλο χειρισμό των πανιών και του πηδαλίου)

Αναπλωρίζω = στρέφουμε την πλώρη κατευθείαν στον άνεμο για να κάνουμε τακ, παίρνουμε βόλτα στα όρτσα, πλέουμε προς τον άνεμο

Αναστροφή (τακ, πότζα) = ορτσάροντας φέρνουμε τον άνεμο από την άλλη πλευρά του σκάφους (όρτσα α λα μπάντα)

Αναφωτίδα = σπιράγιο, υπερκατασκευή, κουτούσι (βλ. σπιράγιο)

Ανεμοδείκτης = εργαλείο που δείχνει την διεύθυνση του ανέμου

Ανεμοδούρι = ανεμούριο (βλέπε ανεμούριο)

Ανεμολόγιο = η αναπαράσταση του κύκλου του ορίζοντα διαιρεμένου σε μοίρες (0º - 360º) και επί του οποίου έχουν σημανθεί οι ονομασίες των διαφόρων ανέμων, ανάλογα με την κατεύθυνση τους.

Ανεμόμετρο = όργανο μετρήσεως της ταχύτητας και της διεύθυνσης του ανέμου

Ανεμούρια = μηχανισμοί αποτελούμενοι από πάνινες συνήθως χοάνες και σύστημα περιστροφής τους έτσι ώστε να μας δείχνουν την διεύθυνση του ανέμου, λωρίδες από ύφασμα ή μαλλί (μαλάκια) που τοποθετούνται σε ορισμένα σημεία των πανιών και μας δείχνουν την ομαλή ροή του αέρα στα σημεία αυτά (και κατ’ επέκταση το σωστό ή όχι τριμάρισμα του πανιού)

Ανόδιο = πλάκα κυλινδρικού συνήθως σχήματος από ψευδάργυρο τοποθετημένου στην γάστρα προκειμένου να προστατεύσει σιδερένιο ή αλουμινένιο σκάφος από ηλεκτρόλυση. Ομοίως το ανόδιο προστατεύει την έλικα, το πηδάλιο και γενικά μεταλλικά μέρη του σκάφους στα ύφαλα. Το ανόδιο οξειδώνεται και φθείρεται και κατά διαστήματα πρέπει να αντικαθίσταται

Αντένα = το ξύλινο στήριγμα του τριγωνικού πανιού στο λατίνι

Αντενοκάταρτα = γενικός όρος που αναφέρεται σε κατάρτια, μάτσες, κεραίες, σπινακόξυλα κλπ ιστιοφόρων.

Αντιμάμαλο = το κύμα που επιστρέφει από την ακτή

Αντιμονή = ανακωχή, α λα κάπα (βλ. ανακωχή)

Απάγκιο = τοποθεσία προστατευόμενη από τον πνέοντα άνεμο

Άπαρση (σκάφους) = απόπλους (σκάφους)

Απόκλιση = η γωνία (διαφορά) μεταξύ Μαγνητικού και Αληθινού Βορρά

Αποθαλασσία = ρεστία, swell, κυματισμός της θάλασσας χωρίς την ύπαρξη ανάλογου αέρα και ο οποίος οφείλεται είτε στον άνεμο που προϋπήρχε και ήταν ισχυρότερος είτε στην μεταφορά των κυμάτων από άλλη γειτονική περιοχή στην οποία υπάρχει άνεμος.

Άρμενα = όλα όσα χρησιμεύουν για την ιστιοπλοΐα ενός σκάφους (πανιά, άλμπουρα, ξάρτια, σχοινιά, κ.τ.λ.)

Αρόδο (ή αρόδου) = αγκυροβολία στα ανοιχτά όρμου ή λιμανιού

Βαγονάκι (σιδηρόδρομου σκότας μεγίστης ή σκότας τζένοα) = ντράγκ, βαγονάκι το οποίο κινείται πάνω στον σιδηρόδρομο της μεγίστης (ή της τζένοα), πάνω στο οποίο δένεται, μέσω μπαστέκας, η σκότα της μεγίστης (ή της τζένοα)

Βαθμιδόσχοινο ή σκαλιέρα = τα σκαλοπάτια που στερεώνονται στα ξάρτια ή τους ιστούς

Βαλβίδα Κίνστον = βαλβίδα πιο κάτω από την ίσαλο γραμμή την οποία μπορούμε να κλείσουμε. Συνήθως είναι ρουμπινέτο ασφαλείας σωληνώσεων που διαπερνούν το κύτος. Επιτρέπει την είσοδο θαλασσινού νερού στο ψυγείο της μηχανής και το τρομπάρισμα του νερού της σεντίνας.

Βαρδάρι = σε σκάφη τύπου fractional, συρματόσχοινο ή σχοινί που πιάνει χαμηλότερα από την κορυφή του άλμπουρου (στο ύψος περίπου που πιάνει ο πρότονος) προς το πίσω μέρος του σκάφους και το οποίο, μέσω εντατήρα, ρυθμίζει την κάμψη του ιστού κατά τον διαμήκη άξονα και τεντώνει τον πρότονο

Βελαστράλι = προΐστιο, πανί του στράλιου, πανί συνήθως μικρότερο από το κύριο πλωριό πανί στερεωμένο σε συρματόσχοινο μπροστά από τον ιστό, ο δεύτερος (πίσω) φλόκος

Βέντα της μπούμας = μπαλατσίνι της μάτσας

Βιντσιρέλο = το βιντσάκι για το φερμάρισμα-λασκάρισμα των σχοινιών ιστιοφορίας (υπάρχουν βιντσιρέλα απλά, βιντσιρέλα με ταχύτητες και βιντσιρέλα self-tailing στα οποία δεν χρειάζεται κάποιος να βαστάει τα ‘’μπόσικα’’)

Βίρα = ανέβασε, σήκωσε

Βιράρω = ανεβάζω, σηκώνω

Βύθισμα (σκάφους) = είναι η κατακόρυφη απόσταση από το επίπεδο της ισάλου γραμμής έως το χαμηλότερο σημείο της καρίνας

Γάμπιες (δόλωνες) = στα ιστιοφόρα με τετράγωνα πανιά το δεύτερο πάνω από το κατάστρωμα τετράγωνο πανί που βρίσκεται πάνω στον κύριο ιστό

Γάσα = μόνιμη θηλιά στην άκρη ενός σχοινιού

Γάστρα = το κάτω από την ίσαλο γραμμή μέρος του σκάφους

           Τύποι γάστρας : α) Longkeel (Heavykeel), β) Semikeel και γ) Finkeel

Γκάης = σκότα σπινακόξυλου, σοφράνο σκότα του μπαλονιού, σκότα η οποία ρυθμίζει την γωνία του σπινακόξυλου ως προς τον φαινόμενο αέρα

Γκούζνεκ (Gooseneck) = σύστημα που επιτρέπει την κίνηση προς όλες τις κατευθύνσεις από κάποιο συγκεκριμένο σημείο. Συνήθως συνδέει την μάτσα με τον ιστό.

Γραδελάδα = το ξύλινο πλέγμα πάνω από το δάπεδο του cockpit ή του ντους για να μη λιμνάζουν και να φεύγουν εύκολα τα νερά

Γραντί = η όρθια πλωριά πλευρά ενός τριγωνικού πανιού

Γωφός = το πρυμνιό τμήμα των πλευρών του σκάφους που ορίζεται από τις 135º μέχρι τις 180º από την πλώρη δεξιά και αριστερά

Διαδρομείς = καβαλάρηδες (βλ. καβαλάρηδες)

Διάκι = λαγουδέρα, οίακας (βλ. λαγουδέρα)

Διόπτευση ή ρελέβο ή αντιστοιχία = η κατεύθυνση ενός αντικειμένου σε σχέση με τον βορρά, εκφραζόμενη σε μοίρες με την βοήθεια πυξίδας διόπτευσης.

Δρομόμετρο = όργανο το οποίο μετρά την ταχύτητα κίνησης του σκάφους μέσα στο νερό και σε σχέση με αυτό.

Δρόμων = πλοίο που χρησιμοποιήθηκε στο Βυζάντιο

Εγκοίλια = στραβόξυλα, νομείς (βλ. στραβόξυλα)

Εκπεσμός = η δύναμη που τείνει να κινήσει το σκάφος πλάγια λόγω αεροδυναμικών πιέσεων επάνω στα πανιά

Έκταμα (άγκυρας) = το μήκος της αλυσίδας (καδένας) ή της αλυσίδας και του σχοινιού από την άκρη της άγκυρας έως την άκρη του σκάφους

Εκτόπισμα (πλοίου) = ο όγκος του εκτοπιζόμενου νερού για να πάρουν θέση μέσα στο νερό τα ύφαλα του σκάφους, το βάρος του νερού που εκτοπίζει όταν πλέει κανονικά (το βάρος του εκτοπιζόμενου νερού ισούται με το βάρος του σκάφους).

Έξαλα = το τμήμα του σκάφους που βρίσκεται πάνω από την ίσαλο γραμμή

Εξαρτία ή εξάρτηση ή αρματωσιά = το σύνολο των εξαρτημάτων που χρησιμεύουν για να ταξιδεύει με τον αέρα ένα ιστιοπλοϊκό σκάφος (ιστοί, ξάρτια, πανιά, κλπ)

Εξαρτισμός αγκυροβολίας = η άγκυρα και το αγκυρόσχοινο

Επίδρομος (μεσοπρότονος – babystay) = συρματόσχοινο παράλληλο προς τον πρότονο που πιάνει πιο χαμηλά και συγκρατεί το κατάρτι μεταξύ πλώρης και σκάτζας (στα σκάφη τύπου masthead). Αυξάνοντας την ένταση στον επίδρομο, λυγίζει το κατάρτι και στεγνώνει (μείωση του βάθους) την μαΐστρας στο επάνω μέρος της.

Επίτονος = ξάρτι για την στήριξη του ιστού ως προς τον διαμήκη άξονα του σκάφους του οποίου το ένα σημείο στήριξης είναι πίσω στην πρύμη και το άλλο στην κορυφή του ιστού

Εργάτης = βίντσι εφοδιασμένο με κάθετο τύμπανο (σκρόφα) από το οποίο περνάει η καδένα και χρησιμεύει για την πόντιση και το σήκωμα της άγκυρας

Έρμα = σαβούρα, το υλικό εκείνο (συνήθως μολύβι ή μαντέμι) που τοποθετημένο στο κατώτερο μέρος του σκάφους (καρίνα), λόγω του μεγάλου βάρους του, συντελεί στο να χαμηλώνει το κέντρο βάρους του σκάφους δίνοντας του μεγαλύτερη ευστάθεια

Ζωνάρι = o προφυλακτήρας από ελαστικό ή ξύλο που ‘’τρέχει’’ περιμετρικά στα πλευρά του σκάφους και το προφυλάσσει όταν έρχεται σε επαφή με το μόλο ή άλλο σκάφος

Ημιολικό ιστίο = μικρό πανί με ελεύθερη ποδιά που χρησιμοποιείται αντί για την μαΐστρα όταν πνέουν δυνατοί άνεμοι

Ημίτονοι = μαγγιόρα (βλ. μαγγιόρα)

Ίσαλος γραμμή = η νοητή γραμμή η οποία ενώνει όλα τα σημεία από όπου το σκάφος αρχίζει να προβάλει πάνω από το νερό

Ιστός επιδρόμου = πρυμναίο κατάρτι (για τα δικάταρτα, τρικάταρτα, κλπ) γνωστός και σαν μετζάνα

Καβαλάρηδες = διαδρομείς, εξαρτήματα στα οποία η μία τους άκρη είναι δεμένη επάνω στο γραντί της μαΐστρας και η άλλη <<τρέχει>> μέσα στον σιδηρόδρομο του ιστού και οι οποίοι χρησιμεύουν στο βιράρισμα και μαϊνάρισμα της μαΐστρας.

Καβαλέτο = βάση στην οποία τοποθετείται ένα σκάφος στην στεριά προκειμένου να γίνει συντήρηση ή διαχείμαση του

Κάβος = ακρωτήριο

Κάβος = το σχοινί με το οποίο δένεται ένα σκάφος

Καβοπιάνο = μακρύς κάβος πολλών χρήσεων που χρησιμοποιείται κυρίως για την ρυμούλκιση ή για να δέσουμε την πρύμη μας στην στεριά, όταν είμαστε αγκυροβολημένοι σε κάποιο όρμο

Καδένα = αλυσίδα (από την Ιταλική λέξη catena)

Κάθοδος = καταπακτή, κουβούσι (βλ. καταπακτή)

Καθρέπτης = άβακας, παπαδιά, η κάθετη επίπεδη πλευρά (κόψιμο) της πρύμης του σκάφους

Καμήλα = το ανασήκωμα του καθίσματος του τιμονιέρη για καλύτερη ορατότητα, που θυμίζει ράχη καμήλας

Καμπάνα σπινακόξυλου = η υποδοχή για την στερέωση του ενός άκρου του σπινακόξυλου στο άλμπουρο και για την ρύθμιση του ύψους του από το κατάστρωμα του σκάφους μέσω ειδικού για τον σκοπό αυτό σιδηρόδρομου.

Κάνιγκχαμ (Cunnigham)= σχοινί το οποίο τεντώνει προς τα κάτω το γραντί της μεγίστης, όταν ο άνεμος αυξάνει τότε φέρνει την κοιλιά της μεγίστης προς τα πίσω. Για να το αποφύγουμε αυτό υπάρχει ένα σύστημα το οποίο τραβάει την βάση της μάτσας προς τα κάτω άρα τεντώνει το γραντί της μεγίστης και φέρνει την κοιλιά του πανιού προς τα εμπρός

Καντηλίτσα = ναυτικός κόμπος, ειδική αιώρα για το ανέβασμα στο κατάρτι

Καπάντισμα (broaching) = συμβαίνει όταν χάνεται ο έλεγχος του ιστιοφόρου καθώς αυτό ποδίζει ή ορτσάρει, ανεξέλεγκτο κουπαστάρισμα. Ενέργειες :

           α) λασκάρουμε γρήγορα την μαΐστρα,

          β) λασκάρουμε την σκότα του μπαλονιού

Καρδάνια ανάρτηση = σύστημα στο οποίο στηρίζεται η πυξίδα και το οποίο της επιτρέπει να διατηρείται σε οριζόντια θέση

Καρίνα (ή καρένα ή τροπίδα) = το πρόσθετο προς τα κάτω τμήμα της γάστρας που φέρει συνήθως το έρμα και περιορίζει τον εκπεσμό, βοηθάει το ορτσάρισμα και δίνει ευστάθεια πορείας και πλεύσης (το βάρος της είναι συνήθως το 35-40% του συνολικού βάρους του σκάφους)

Καρούλι = ράουλο (βλ. ράουλο)

Κάσαρο (hatch) = άνοιγμα από το οποίο αφ’ ενός μεν μπαίνει φως στο σκάφος αφ’ ετέρου δε μπορούμε να μπούμε από αυτό στο εσωτερικό του σκάφους (βρίσκεται επί του καταστρώματος – εκτός της φάλκας)

Καταμέτρηση = ο ακριβής προσδιορισμός των δυνατοτήτων ενός σκάφους (σύμφωνα με κάποιο μαθηματικό τύπο) προκειμένου το σκάφος αυτό να συμμετάσχει σε αγώνες με άλλα ισοδύναμα σκάφη.

Καταπακτή = κάθοδος, κουβούσι, καταπακτή με άνοιγμα στο κατάστρωμα που συγχρόνως εξυπηρετεί και στον φυσικό εσωτερικό φωτισμό και αερισμό

Κατάπρυμα = ταξίδεμα παράλληλα με τον άνεμο

Κατάρτι = άλμπουρο, άρμπουρο, ιστός (βλ. άλμπουρο)

Κατάστρωμα = κουβέρτα, η επιφάνεια που εκτείνεται παράλληλα με την στάθμη του νερού και ενώνει τις κορυφές των πλευρών, της πλώρης και της πρύμης.

Κιθάρα = κόντρα διάκι (βλ. κόντρα διάκι)

Κλου = το κάτω πρυμνιό πορτούζι της μαΐστρας ή της τζένοας (εκεί που ο αετός συναντά την ποδιά)

Κόμβος = είναι η απόσταση σε ναυτικά μίλια που διανύει ένα σκάφος σε μία ώρα δηλ.     κόμβοι = ναυτικά μίλια την ώρα

Κόντρα διάκι = κιθάρα, σπαστή προέκταση της λαγουδέρας η οποία επιτρέπει στον τιμονιέρη να την χειρίζεται όταν κάθεται στην κουπαστή ή έξω από το σκάφος

Κοράκι = η πλωριά προέκταση του σωτροποιού (του κεντρικού δοκαριού στο κάτω μέρος του σκάφους, από την πλώρη έως την πρύμη, από τα πλευρά του οποίου ξεκινούν τα στραβόξυλα).

Κορυφή = το επάνω πορτούζι τριγωνικού πανιού (μεγίστης, τζένοας, μπαλονιού)

Κοτσανέλο = σκαλμίσκος, δέστρα, σημείο στο οποίο δένουμε μαντάρια, σκότες, ξάρτια και λοιπά σχοινιά

Κοτσάρω = γαντζώνω, δένω, στηρίζω

Κουβέρτα = κατάστρωμα (βλ. κατάστρωμα)

Κουβούσι = καταπακτή, κάθοδος, (βλ. καταπακτή)

Κουμπάσο = ναυτικός διαβήτης για την μέτρηση αποστάσεων στους ναυτικούς χάρτες

Κουπαστάρισμα = η κλίση του σκάφους εξ αιτίας πνέοντος ανέμου, κυμάτων ή άλλης αιτίας.

Κουπαστή ή δρύφρακτο = το παραπέτο του σκάφους

Κουρέας = μπαστέκα με σχοινί η οποία μετακινείται επάνω στην σκότα της τζένοα ή του μπαλονιού και η οποία μέσω της έλξης του σχοινιού αλλάζει το σημείο έλξης της σκότας

Κουτούσι = σπιράγιο, υπερκατασκευή, αναφωτίδα (βλ. σπιράγιο)

Κούτσα = σεντίνα (βλέπε σεντίνα)

Κρηπίδωμα = το προς την θάλασσα τμήμα της προβλήτας λιμανιού

Κρικόδεσμος = ναυτικός κόμπος

Κρυφό = μικρό ενσωματωμένο στο πανί σχοινάκι για να ελέγχει-στρώνει τον αετό, ανάλογα με την περίσταση

Λαγουδέρα = διάκι, οίακας, ο μοχλός μέσω του οποίου κινούμε δεξιά – αριστερά το φτερό του πηδαλίου

Λαζαρέτο = μπαλαούρο, αποθηκευτικός χώρος υλικών στην πρύμη του σκάφους

Λασκάδα = πλεύση με φορό άνεμο (105º - 135º) (225º - 255º) (λέξη Βενετσιάνικη και Ισπανική – lascada)

Λασκάρω = ξεσφίγγω υπό έλεγχο κάτι το οποίο είναι τεντωμένο (σχοινί, κάβο, συρματόσχοινο, κτλ)

Λατίνι = σκάφος με τρίγωνα πανιά στηριγμένα σε αντένα (δημιούργημα των Αράβων)

Λεβάρω = σηκώνω πανί

Λεντίες (springs) = οι χιαστοί κάβοι που δένουν το σκάφος κατά την πλαγιοδέτηση

Λιμενοδείκτης = βιβλίο που περιέχει λεπτομερείς λιμενικούς χάρτες, περιγράφει τις ακτές και έχει οδηγίες για τους ναυτιλομένους (πορτολάνος, από το Ιταλικό Portolano)

Μαγγιόρα = ημίτονοι, ξάρτια για την στήριξη του ιστού ως προς το εγκάρσιο του σκάφους τα οποία ξεκινούν από τις πλευρικές ξαρτόριζες και καταλήγουν στον ιστό στο ύψος του σταυρού

Μαϊνάρω = κατεβάζω, υποστέλλω

Μαΐστρα ή μεγίστη = το πανί ιστιοφόρου που κρεμιέται από το άλμπουρο και στερεώνεται στην μάτσα

Μακαράς = μηχανικό μέσο για την μετακίνηση βαρών και αλλαγή διεύθυνσης των σχοινιών. Τα κυριότερα μέρη του μακαρά είναι η θήκη, το ράουλο και ο άξονας

Μαλάκια (ανεμούρια) = οι λωρίδες από ύφασμα ή μαλλί που τοποθετούνται σε ορισμένα σημεία των πανιών και μας δείχνουν την ομαλή ροή του αέρα στα σημεία αυτά (και κατ’ επέκταση το σωστό ή όχι τριμάρισμα του πανιού)

Μανέλα = η χειρολαβή για το γύρισμα των βιτζιρέλων

Μαντάρια = τα σχοινιά για το βιράρισμα – μαϊνάρισμα των πανιών που πιάνουν στην κεφαλή τους (μαΐστρας, τζένοας, μπαλονιού, κλπ)

Μαντάρι σπινακόξυλου = σχοινί το οποίο ρυθμίζει το ύψος της ελεύθερης άκρης του σπινακόξυλου (συνεργάζεται με το ποδάρι του σπινακόξυλου)

Μάπα = μεταλλικό άγκιστρο σε σχήμα ανάποδου <<U>> επάνω στην κουβέρτα του σκάφους πάνω στο οποίο στερεώνουμε ένα σχοινί ή ένα ναυτικό κλειδί

Μαρίνα = λιμάνι σκαφών αναψυχής

Μάσκα = το πλωριό τμήμα των πλευρών του σκάφους που ορίζεται στις 45º από την πλώρη δεξιά και αριστερά

Ματισιά = το πλέξιμο δύο σχοινιών μαζί για να ενωθούν

Μάτσα = μπούμα, κοντάρι για την στερέωση της ποδιάς της μαΐστρας

Μεγίστη = τριγωνικό πανί σκάφους στηριγμένο στο άλμπουρο

Μεντζάνα = το πρυμναίο κατάρτι ενός δικάταρτου, τρικάταρτου κλπ σκάφους

Μεσοπρότονος = επίδρομος, babystay (βλέπε επίδρομος)

Μόλα = αμόλα (βλ. αμόλα)

Μούδα = η μείωση της επιφάνειας των πανιών

Μουδάρισμα = μείωση της επιφάνειας (εμβαδού) της ιστιοφορίας όταν αυξάνει ο άνεμος

Μουδόσχοινο = τα σχοινιά τα οποία βρίσκονται σε μία σειρά ανάμεσα στο ποδάρι και το πορτούζι ης μαΐστρας στην 1η, 2η και 3η μούδα και τα οποία χρησιμεύουν στο να μαζεύουν το πανί που περισσεύει κατά το μουδάρισμα

Μπαλατσίνι μάτσας (βέντα της μπούμας) = το σχοινί που συγκρατεί την μάτσα όταν δεν είναι βιραρισμένη η μαΐστρα

Μπαλαούρο = λαζαρέτο (βλ. λαζαρέτο)

Μπαλκόνι πρύμης = προστατευτικό μεταλλικό κιγκλίδωμα της πρύμης

Μπαλκόνι πλώρης = προστατευτικό μεταλλικό κιγκλίδωμα της πλώρης  

Μπαλόνια = προστατευτικοί κύλινδροι ή σφαίρες που σκοπό έχουν να προστατεύουν το σκάφος από συγκρούσεις στην αποβάθρα ή με άλλα σκάφη. Παλαιότερα ήταν φτιαγμένα από πλεγμένα σε κόμπους σχοινιά. Σήμερα χρησιμοποιούνται είτε μπαλόνια από αφρώδη πλαστικά, είτε φουσκωτά

Μπαλόνι = είδος τριγωνικού σφαιροειδούς πανιού

Είδη μπαλονιών :

Runner = βαθύ μπαλόνι με μεγάλους ώμους και πολύ μεγάλη επιφάνεια (κατάπρυμα – δευτερόπρυμα)

Reacher = στεγνό μπαλόνι με μικρούς-κλειστούς ώμους (πλαγιοδρομία με δυνατότερο άνεμο)

Allpurpose = ενδιάμεσο μπαλόνι που ταιριάζει σε όλες τις πλεύσεις

Ακόμα :

Συμμετρικά (symmetrics) : έχουν ίδιο γραντί και αετό και κατά την χρήση τους απαιτείται σπινακόξυλο

Ασύμμετρα (asymmetrics ή gennakers) : Το γραντί είναι μεγαλύτερο από τον αετό. Κατά την χρήση του δεν απαιτείται σπινακόξυλο αλλά τσιμπούκι (bowsprit)

Μπαλονόξυλο = σπινακόξυλο (βλ. σπινακόξυλο)

Μπανέλες = πήχεις, λεπτές βέργες από ξύλο ή πλαστικό οι οποίες τοποθετούνται σε ειδικές θήκες του πανιού για την σταθεροποίηση του αετού και για την διατήρηση του σχήματος του πανιού (μεγίστης)

Μπάντα = πλευρά, το μεσαίο τμήμα των πλευρών του σκάφους που ορίζονται από τις 45º μέχρι τις 135º από την πλώρη δεξιά και αριστερά

Μπαρούμα = σχοινί δεμένο στην πλώρη μικρού σκάφους το οποίο χρησιμοποιείται για ρυμούλκηση ή πρόσδεση

Μπαστέκα = ράουλο το οποίο δεν έχει σταθερή θέση και το οποίο διαθέτει μηχανισμό ασφαλείας που του επιτρέπει να στερεωθεί οπουδήποτε, ανάλογα με τις ανάγκες. Υπάρχουν κανονικές μπαστέκες αλλά και ανοιγόμενες (ματζαπλί).

Μπαστιχάγιο = το, συνήθως από προφίλ αλουμίνιο, ζωνάρι του σκάφους που καλύπτει και ενισχύει την ένωση του κύτους και του καταστρώματος

Μπαστούνι = τσιμπούκι (βλ. λέξη)

Μπατάρισμα = ανατροπή (σκάφους)

Μπεντένι = κάβος του οποίου την μία άκρη την δένουμε σε μία δέστρα του σκάφους και την άλλη, αφού την περάσουμε σε ένα κρίκο στον ντόκο του λιμανιού την έχουμε στο σκάφος. Αυτό διευκολύνει στην αναχώρηση ενός σκάφους από το λιμάνι

Μπόσικος = χαλαρός

Μπότζα = υποστροφή, τσίμα (βλ. υποστροφή)

Μποτζάρω = στερεώνω καλά

Μπότζι = το κούνημα του σκάφους

Μπουλμές = εσωτερικό εγκάρσιο ή επίμηκες στεγανό χώρισμα

Μπούμα = μάτσα (βλ. μάτσα)

Μπούμ βάνγκ (Boom Vang) = πολύσπαστο της μάτσας ή βέντο της μπούμας, χειριστήριο της μαΐστρας που ελέγχει την γωνία της μάτσας με το κατάρτι

Μπούνια = υδρορροές στο μπαστιχάγιο για να φεύγουν τα νερά από το κατάστρωμα

Μπουρού = σφυρίχτρα για ηχητικά σήματα στην ομίχλη

Μπούσουλας = πυξίδα

Ναύδετο = σύστημα αγκυρών, αλυσίδων και σημαδούρας μονίμως τοποθετημένων σε όρμο ή λιμάνι για την πρόσδεση σκαφών

Ναυτικό μίλι = μονάδα μέτρησης απόστασης (1 μίλι = 1.852 μέτρα) (1 πρώτο λεπτό τόξου)

Νεκρός τομέας = η περιοχή στην οποία δεν μπορεί να πλεύσει ένα ιστιοφόρο χωρίς να κάνει τακ λόγω της κατεύθυνσης του ανέμου

Νέτα = ελεύθερα (καδένα, άγκυρα, σχοινιά), έτοιμα, τέλος

Νετάρω = ελευθερώνω, τελειώνω, ταχτοποιώ

Νομείς = στραβόξυλα, εγκοίλια (βλ. στραβόξυλα)

Ντόκος = προκυμαία, προβλήτα λιμανιού, αποβάθρα

Ντουκιάζω (ντουκιάρω) = μαζεύω και τυλίγω το σχοινί για αποθήκευση.

Ντραγκ = βαγονάκι (βλ. βαγονάκι)

Ξάρτια = τα συρματόσχοινα που στηρίζουν το άλμπουρο

Ξαρτόριζες = τα σταθερά σημεία επί του σκάφους στα οποία δένεται η μία άκρη των ξαρτιών (παταράτσων, μαγγιόρων, κλπ)

Ξεκοτσάρω = το αντίθετο του κοτσάρω

Ξυλάρμενος = σκάφος με μαζεμένα τα πανιά μέχρι να περάσει η κακοκαιρία

Οίακας (οίαξ) = λαγουδέρα, διάκι (βλ. λαγουδέρα)

Όκκιο = το άνοιγμα από όπου περνάμε τους κάβους ή την καδένα της άγκυρας

Οκτάρι = ναυτικός κόμπος

Ορτσάρω = στρέφω προς τον άνεμο, ανεβαίνω τον άνεμο.

Παλάγκο = πολύσπαστο, τροχαλία (βλ. πολύσπαστο)

Παλαμάρι = καραβόσχοινο, κάλος, χοντρό σχοινί για το δέσιμο σκάφους στην στεριά (τουρκική λέξη)

Παλίρροια = η περιοδική ανύψωση (πλημμυρίς) και πτώση (άμπωτης) της επιφάνειας της θαλάσσης

Πανιόλα = το αφαιρούμενο δάπεδο πάνω από τις σεντίνες στο εσωτερικό του σκάφους

Παπαδιά = καθρέπτης, άβακας (βλ. καθρέπτης)

Παραβάλω = πλευρίζω

Παράβλημα = μαξιλάρι που κρέμεται έξω από το σκάφος για προφύλαξη (από διπλανά σκάφη, κλπ)

Παραβολή = πλεύρισμα

Παραλλαγή = η γωνία που σχηματίζει ο Αληθινός Βορράς με τον Βορρά Πυξίδας

Παράτονα = παταράτσα (βλ. παταράτσα)

Παραφωτίδα = υδατοστεγές πλευρικό παράθυρο

Παρεκτροπή = παρεκτροπή της μαγνητικής πυξίδας ονομάζεται η διαφορά μεταξύ του μαγνητικού βορρά και της ένδειξης της πυξίδας λόγω της ύπαρξης μεταλλικών αντικειμένων εντός του σκάφους

Πασαρέλα = το μαδέρι ή η σκάλα για την αποβίβαση και επιβίβαση από την πρύμη

Παταράτσα (παράτονα) = ξάρτια για την στήριξη του ιστού ως προς το εγκάρσιο του σκάφους τα οποία ξεκινούν από τις πλευρικές ξαρτόριζες περνούν από τον σταυρό (ή τους σταυρούς) και καταλήγουν στην κορυφή του ιστού

Πάτημα = φάτσα (βλ. φάτσα)

Πεταλούδα = τρόπος διάταξης των πανιών σκάφους 

Πέτσωμα το εξωτερικό περίβλημα του καταστρώματος (εκεί που πατάμε) και είναι φτιαγμένο από ξύλο, πλαστικό ή μέταλο

Πηδάλιο = όργανο με το οποίο δίνεται η κατεύθυνση του σκάφους, το τιμόνι του σκάφους

Πήχεις = μπανέλες (βλ. μπανέλες)

Πίκι = αντένα που μοιάζει με την μάτσα που στηρίζει το επάνω μέρος ημιολικού ιστίου

Πίντα = δέστρα σε σχήμα πασσάλου ή απλού σταυρού ή διπλού σταυρού στο σκάφος ή στην προβλήτα

Πλευρά (μπάντα) = το μεσαίο τμήμα των πλευρών του σκάφους που ορίζονται από τις 45º μέχρι τις 135º από την πλώρη δεξιά και αριστερά

Πλεύσεις = γωνίες πλεύσης σε σχέση με τον άνεμο

           Νεκρός τομέας (νεκρή ζώνη)     :              337,5º - 022,5º

           Κλειστή όρτσα (οξεία εγγυτάτη) : 022,5º - 045º   &   315º - 337,5º

           Ανοιχτή όρτσα (εγγυτάτη)         :     045º - 075º   &   285º - 315º

           Πλαγιοδρομία                             :     075º - 105º &   255º - 285º

           Λασκάδα (φορός)                       :     105º - 135º   &   225º - 255º

           Δευτερόπρυμα (επίφορος)         :     135º - 165º   &   195º - 225º

           Πρύμα (ουριοδρομία)                 :                 165º - 195º

Πλημμυρίδα = η ανύψωση της στάθμης της θάλασσας κατά την παλίρροια (το αντίθετο της άμπωτης) (από την ρηχία προς την πλήμμη)

Πλοηγός = πιλότος, αυτός που οδηγεί πλοίο μέσα από επικίνδυνα περάσματα ή το οδηγεί μέσα στο λιμάνι ή το βγάζει από αυτό (πλοίο + άγω)

Πλώρη ή πρώρα = το μπροστινό μέρος του σκάφους

Πλωτή άγκυρα = ειδικό εργαλείο που μοιάζει με ανεμούριο το οποίο το χρησιμοποιούμε σε περίπτωση μεγάλης θαλασσοταραχής ή σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση χρειαστεί για την μείωση στο ελάχιστο της ταχύτητας του σκάφους.

Ποδάρι (πανιού)= tack, το κάτω πλωριό πορτούζι της μαΐστρας ή της τζένοα

Ποδάρι σπινακόξυλου = φορ-γκάιντ, σχοινί το οποίο κρατάει το σπινακόξυλο έτσι ώστε η ελεύθερη άκρη του να μην σηκώνεται περισσότερο από όσο απαιτείται (συνεργάζεται με το μαντάρι του σπινακόξυλου)

Ποδιά = η κάτω βάση ενός τριγωνικού πανιού

Ποδίζω = στρέφω αντίθετα προς τον άνεμο, κατεβαίνω τον άνεμο

Ποδόδεσμος = ναυτικός κόμπος

Ποδόσταμο = η πρυμνιά προέκταση του σωτροπιού

Πολύσπαστο = σύστημα τροχαλιών, παλάγκο, συνδυασμός μακαράδων από τους οποίους ο ένας μένει ακίνητος ενώ ο άλλος κινείται (έτσι επιτυγχάνει την μείωση της εφαρμοζόμενης δύναμης).

Πόντισμα = ρίξιμο στην θάλασσα

Ποντόνι = πλωτή γέφυρα ή αποβάθρα στην οποία προσδένονται σκάφη

Πορτούζι (μπουντούζι) = κρίκος από μέταλλο για την ενίσχυση των οπών πάνω στα πανιά και από τις οποίες δένουμε σχοινιά για την στήριξη ή ρύθμιση τους.

Πουντέλια = στυλίσκοι, κολωνάκια συνήθως μεταλλικά που στηρίζουν το παραπέτο ή τους χειραγωγούς (τα ρέλια)

Πραγματικός άνεμος (αληθινός άνεμος) = είναι ο άνεμος (διεύθυνση και ένταση) που αισθάνεται ένας ακίνητος παρατηρητής

Πρόβολος = τσιμπούκι (βλ. λέξη)

Προδέτηση = δέσιμο του σκάφους κάθετα προς την προβλήτα με την πλώρη προς αυτήν

Προΐστιο = βελαστράλι (βλ. βελαστράλι)

Πρότονος = ξάρτι για την στήριξη του ιστού ως προς το διάμηκες του σκάφους του οποίου το ένα σημείο στήριξης είναι μπροστά στην πλώρη και το άλλο επάνω στον ιστό (στα masthead στην κορυφή και στα fractional λίγο πιο κάτω από την κορυφή). Επάνω στον πρότονο στερεώνεται και το γραντί της τζένοας (ή του φλόκου)

Πρυμάτσες = τα δύο σχοινιά στην πρύμη για την πρόσδεση του σκάφους στην προβλήτα

Πρύμη (ή πρύμνη) = το πίσω μέρος του σκάφους

Πρυμνοδέτηση = δέσιμο του σκάφους κάθετα προς την προβλήτα με την πρύμνη προς αυτήν

Πυξίδα = μπούσουλας, όργανο χρήσιμο για την ναυτιλία του σκάφους το οποίο μας δείχνει τον μαγνητικό βορρά

Πυρσός = φωτεινό ναυτιλιακό βοήθημα (φανός, φάρος) το οποίο έχει σκοπό να διευκολύνει τους ναυτιλλόμενους για τον προσδιορισμό της θέσης τους, την ασφαλή χάραξη της πορείας τους και την προειδοποίηση για διαφόρους ναυτιλιακού κινδύνους

Ράδα = αγκυροβόλιο έξω από το λιμάνι

Ράντα = συνήθως τραπεζοειδές πανί στην πρύμη του σκάφους

Ράουλο = καρούλι, μακαράς, τροχός με αυλακωτή στεφάνη για μετάδοση κίνησης ή ανύψωση βάρους μέσω ιμάντα

Ρελέβο = διόπτευση (βλέπε διόπτευση)

Ρέλια = τα περιφερειακά προστατευτικά κιγκλιδώματα στις μπάντες του σκάφους

Ρεμέτζο (ρεμέντζο) = άγκυρες – αλυσίδες – σχοινιά – τσαμαδούρες και λοιπά εξαρτήματα ενός μόνιμου αγκυροβόλιου

Ρεμετζάρω = δένω το σκάφος σε ένα ρεμέτζο

Ρεστία = αποθαλασσία, swell, (βλ. αποθαλασσία)

Ρόδα = κυκλικό τιμόνι το οποίο χάρις σε υδραυλικό ή μηχανικό σύστημα (συρματόσχοινα) επιτυγχάνει την κίνηση δεξιά – αριστερά του φτερού του πηδαλίου.

Ροδάντζα = μεταλλικό ή πλαστικό εξάρτημα για να δημιουργήσει ένα βρόγχο (<<μάτι>>) σε σχοινιά ή συρματόσχοινα

Ρότα = πορεία πλοίου (ιταλική λέξη)

Σαβούρα = έρμα (βλ. έρμα)

Σειράδια = τσαμαντάλια (βλ. τσαμαντάλια)

Σενιάρω = φτιάχνω, ταχτοποιώ

Σεντίνα = κούτσα, το τμήμα του σκάφους που βρίσκεται αρκετά χαμηλά, κάτω από τα πανιόλα, όπου συγκεντρώνονται τα νερά που μπαίνουν ή χύνονται στο σκάφος

Σημαδούρα = τσαμαδούρα, αντικείμενο που επιπλέει στη θάλασσα και χρησιμεύει για την επισήμανση επικίνδυνων, σημαντικών κλπ σημείων

Σιγόντο = ο άνεμος ο οποίος έρχεται από πιο ανοιχτή γωνία από εκείνη που έχουμε και μας επιτρέπει να ορτσάρουμε

Σιδηρόδρομος = μεταλλική ράγα επάνω στην οποία μπορεί να μετακινηθεί ελεύθερα ένα μεταλλικό εξάρτημα, το βαγονάκι.

Σιδηρόδρομος ιστού = σιδηρόδρομος επί του ιστού στον οποίο κινούνται οι διαδρομείς (καβαλάρηδες, βαγονέτα) της μαΐστρας όταν αυτή βιράρεται ή μαϊνάρεται.

Σιδηρόδρομος μαΐστρας = σιδηρόδρομος, τράβελερ, κάθετος ως προς τον διαμήκη άξονα του σκάφους, πάνω στον οποίο κινείται το βαγονάκι της σκότας της μαΐστρας ρυθμίζοντας με τον τρόπο αυτό την γωνία της μάτσας (άρα και της μαΐστρας) ως προς τον διαμήκη άξονα του σκάφους αλλά και ως προς το άλμπουρο

Σιδηρόδρομοι τζένοα = σιδηρόδρομοι επάνω στο κατάστρωμα του σκάφους δεξιά και αριστερά, παράλληλοι προς τον διαμήκη άξονα του σκάφους, πάνω στους οποίους κινούνται τα βαγονάκια από τις σκότες της τζένοας ρυθμίζοντας με τον τρόπο αυτό το twist και το βάθος της ποδιάς της τζένοα

Σιδηρόδρομος καμπάνας σπινακόξυλου = σιδηρόδρομος που χρησιμεύει για την μετακίνηση της καμπάνας του σπινακόξυλου επάνω – κάτω στο άλμπουρο, μεταβάλλοντας έτσι το ύψος του σπινακόξυλου.

Σκαλιέρα = βαθμιδόσχοινο (βλέπε βαθμιδόσχοινο)

Σκαλμίσκος = κοτσανέλο (βλ. κοτσανέλο)

Σκαντάγιο = σχοινί με ένα βάρος από μολύβι για την μέτρηση του βάθους της θάλασσας

Σκαρί = σκελετός καραβιού

Σκάτζα = η θέση της βάσης του άλμπουρου

Σκορτσάρισμα = απότομη τάση, τίναγμα

Σκότες = τα σχοινιά για τριμάρισμα των πανιών που πιάνουν στο κάτω πρυμνιό άκρο τους

Σκρόφα = το κάθετο τύμπανο (αλυσέλικτρο) του εργάτη από το οποίο διέρχεται η καδένα της άγκυρας

Σκυλάκια = τσαλίκες, άγκιστρα τα οποία είναι στερεωμένα στο γραντί της τζένοας ή του φλόκου με την βοήθεια των οποίων κινείται και στέκεται επάνω στον πρότονο

Σοφράνο = η προσήνεμος πλευρά, από εκεί που φυσάει ο αέρας.

Σπηλιάδα = Απότομη και σύντομη αύξηση της ταχύτητας του ανέμου, ξαφνική ριπή ανέμου    

Σπιράγιο = υπερκατασκευή, κουτούσι, αναφωτίδα, ότι είναι κατασκευασμένο πάνω από το κατάστρωμα

Σπινακόξυλο = μπαλονόξυλο, κοντάρι για να κρατάει το μπαλόνι όσο σοφράνο απαιτείται για να μην επικαλύπτεται από την μαΐστρα

Σταυρόκομπος = ναυτικός κόμπος

Σταυρός (ιστού) = ράβδος κάθετη στον ιστό η οποία χρησιμεύει στην καλύτερη στήριξη του ως προς το εγκάρσιο του σκάφους με την βοήθεια των παταράτσων. Συχνά οι σταυροί έχουν μία κλίση προς τα πίσω

Σταβέντο = η υπήνεμη πλευρά, αντίθετα από εκεί που φυσάει ο αέρας.

Στίγμα = ο ακριβής προσδιορισμός ενός σημείου επί της επιφανείας της γης (ξηράς ή θάλασσας) με την βοήθεια γεωγραφικών συντεταγμένων.

Στραβόξυλα = νομείς, εγκοίλια, τα ξύλα (σε ζεύγη) που αποτελούν τον σκελετό του σκάφους. Το μεγαλύτερο ζευγάρι από τα στραβόξυλα που βρίσκεται στο μέσον του σκάφους λέγεται ‘’μάστορης’’.

Στράλια = τα συρματόσχοινα (πρότονος, επίτονος) τα οποία στηρίζουν τον ιστό κατά τον διαμήκη άξονα

Στραλιέρες = τριγωνικά πανιά ενδιάμεσα στα άλμπουρα (σε clipper)

Στρίτσο = ο χώρος αποθήκευσης της καδένας της άγκυρας στην πλώρη

Σωτρόπι = το κεντρικό δοκάρι στο κάτω μέρος του σκάφους, από την πλώρη έως την πρύμη, από τα πλευρά του οποίου ξεκινούν τα στραβόξυλα.

Τακ = αναστροφή (βλ. αναστροφή), το κάτω πλωριό πορτούζι της μεγίστης ή της τζένοα, το κάτω σοφράνο πορτούζι του μπαλονιού

Ταμπούκι = το επάνω συρταρωτό καπάκι της φάλκας, αποθήκη στην πρύμνη

Τεζάρω = τεντώνω, σφίγγω

Τζαβέτες = οι βίδες που ενώνουν το σωτρόπι και τα στραβόξυλα (στα πλαστικά σκάφη τον σκελετό) με το έρμα και την καρίνα.

Τζένοα (ή τζένοβα) = φλόκος του οποίου το μέγεθος είναι μεγαλύτερο από 100% (πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Γένοβα από την οποία πήρε το όνομα του)

Τζούντα = μία γωνία με πορτούζι από τις τρεις τριγωνικού πανιού

Τιμόνι = πτερύγιο τοποθετημένο κάθετα στην επιφάνεια της θάλασσας και μέσα σε αυτή, στο πίσω μέρος του σκάφους, με σκοπό τον έλεγχο της κατεύθυνσης του

Τράβελερ = σιδηρόδρομος μαΐστρας (βλ. λέξη)

Τριμάρισμα (πανιών) = η ρύθμιση των πανιών ιστιοφόρου σκάφους για να έχει την καλύτερη απόδοση (ταχύτητα)

Tροπίδα = καρίνα ή καρένα (βλ. καρίνα)

Τροχαλία = μηχανικό σύστημα με ράουλα για μετάδοση κίνησης ή ανύψωση βαρών

Τσαλίκες = σκυλάκια (βλ. σκυλάκια)

Τσαμαδούρα = σημαδούρα

Τσαμαντάλια = σειράδια, μικρά σχοινάκια τα οποία είναι ραμμένα σε σειρές πάνω στην μαΐστρα με τα οποία δένουμε το πανί που κρέμεται όταν έχουμε πάρει μούδα

Τσέπες = θήκες στην μαΐστρα μέσα στις οποίες μπαίνουν οι μπανέλες

Τσίμα = υποστροφή, μπότζα (βλ. υποστροφή)

Τσιμπούκι (μπαστούνι – πρόβολος) = ιστός ο οποίος τοποθετείται στην πλώρη στο κατάστρωμα του σκάφους και προεξέχει προς τα εμπρός και ο οποίος χρησιμεύει είτε α) για την στήριξη της βάσης του πρότονου προκειμένου ο πρότονος να είναι πιο μπροστά είτε β) για την στήριξη του τζένακερ ή του ασύμμετρου μπαλονιού

Υπερκατασκευή = σπιράγιο, αναφωτίδα, κουτούσι (βλ. σπιράγιο)

Υπήνεμος = σταβέντο (βλ. σταβέντο)

Υποστροφή = τσίμα, μπότζα, γίνεται υποστροφή όταν ποδίζοντας φέρνουμε τον άνεμο από την άλλη πλευρά του σκάφους

Ύφαλα = το τμήμα του σκάφους που βρίσκεται κάτω από την ίσαλο γραμμή

Φαινόμενος άνεμος = είναι ο άνεμος (ένταση και διεύθυνση) που αισθανόμαστε πάνω σε ένα σκάφος και ο οποίος είναι η συνισταμένη του πραγματικού ανέμου και της ταχύτητας και διεύθυνσης του σκάφους

Φάλκα =η κεντρική είσοδος προς το εσωτερικό του σκάφους

Φανός (φανάρι) = πυρσός που εκπέμπει φως αισθητά μικρότερης φωτιστικής έντασης από εκείνο που εκπέμπουν οι φάροι.

Φάρος = πυρσός ο οποίος εκπέμπει φως μεγάλης φωτιστικής εντάσεως

Φάτσα = πάτημα, ο άνεμος που έρχεται από πιο κλειστή γωνία (πιο όρτσα) από εκείνη που έχουμε και μας αναγκάζει να ποδίσουμε

Φερμάρω = τεντώνω, σφίγγω (σχοινιά, κάβους, κλπ)

Φιλιστρίνι (φινιστρίνι)= πλευρικό ανοιγόμενο παράθυρο

Φίμωμα = το δέσιμο της άκρης του σχοινιού για να μην ξεφτίσει

Φλόκος = τριγωνικό πανί που κρεμιέται από τον πρότονο (πανί μικρότερο από την τζένοα)

Φλούκα = Απότομη και σύντομη μείωση του ανέμου

Φορ-γκάιντ = το σχοινί που κρατάει το σπινακόξυλο προς τα κάτω για να μην σηκωθεί (προς τα πάνω το κρατάει το μπαλατσίνι του σπινακόξυλου)

Φουντάρω = ρίχνω άγκυρα

Φρένα = τα σημεία από τα οποία περνάμε τα σχοινιά για να τα ασφαλίσουμε χωρίς να τα δέσουμε

Φυλασσόμενο σκάφος = σκάφος που έχει προτεραιότητα

Φυλάσσον σκάφος = σκάφος που δεν έχει προτεραιότητα και οφείλει να την δώσει

Φύλλο = η πρυμνιά πλευρά της μεγίστης

Φυρονεριά = άμπωτη (βλέπε άμπωτη)

Φωτοσημαντήρας = φανός που είναι τοποθετημένος επάνω σε αγκυροβολημένη σημαδούρα

Χαβούζα (cockpit) = το πρυμνιό, συνήθως, μέρος διακυβέρνησης του σκάφους

Ψαλιδιά = ναυτικός κόμπος